-
1 ἀελλό-πος
ἀελλό-πος, = ελλόπους, sturmfüßig, Hom. dreimal, ὦρτο δὲ 'Ιρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα Iliad. 8, 409. 24, 77. 159; – ἵπποι Pind. N. 1, 6, δίφροι P. 4, 18, s. ἀελλάδες; κοῦραι Eur. Hel. 1314; ἀελλοπόδεσσιν h. Ven. 218; πόϑων ( amorum) ἀελλοπόδων Philod. 24 (X, 21); Nonn. ἀέλλοπος, ον.
-
2 ἀέλλοπος
A storm-footed, storm-swift, Il.8.409, etc. (never in Od.);Ἅρπυια Euph.113
; dat. pl.ἀελλοπόδεσσιν h.Ven. 217
: pl. ἀελλόποδες, -πόδων, Simon.7, Pi.N.1.6, etc.: once in Trag., E.Hel. 1314.—Later [full] ἀελλοτόδης, ου, of the hare, Opp.C.1.413.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀέλλοπος
-
3 ἀελλόπος
ἀελλό - πος (ἄελλα, ποῦς): stormfooted; of Iris, the swift messenger, cf. ποδήνεμος. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀελλόπος
-
4 ἀελλοπόδης
ἀελλοπόδης, ἀελλό-πος, sturmfüßig, sturmschnell -
5 ἀελλόπος
ἀελλοπόδης, ἀελλό-πος, sturmfüßig, sturmschnell
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek